Η ιστορία της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Sarcophagus_Apollo_Marsyas_Louvre_Ma2347

Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε τα χρονικά και γεωγραφικά όρια του μουσικού πολιτισμού της Ελλάδας. Βασική δυσκολία σε αυτό είναι η διάσταση ανάμεσα στη χρονική προέλευση των διαφόρων πηγών. Οι διασωζόμενες θεωρητικές πηγές, όπως και τα σωζόμενα ψήγματα πρακτικών πηγών χρονολογούνται σχεδόν αποκλειστικά στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, οι φιλολογικές και εικονογραφικές πηγές είναι άφθονες ήδη από την περίοδο μεγάλης άνθισης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που ορίζεται από τον 7ο ως τον 4ο π.Χ. αιώνα περίπου.
Ακολουθώντας λοιπόν μια οριοθέτηση που είναι λίγο-πολύ αποδεκτή και αντιστοιχεί σε γενικές γραμμές προς τη γεωγραφική και χρονική οριοθέτηση της περιόδου γένεσης και ακμής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, μπορούμε να πούμε ότι η αρχαία ελληνική μουσική καλύπτει μια χρονική περίοδο που αρχίζει τους τελευταίους αιώνες της 2ης χιλιετίας π.Χ. και τελειώνει στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., δηλαδή στις αρχές των Ελληνιστικών Χρόνων, και αναπτύσσεται στην κυρίως Ελλάδα και στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας και της Κάτω Ιταλίας. Το χρονικό διάστημα των χιλίων και πλέον χρόνων που προσδιορίζεται από τα παραπάνω χρονικά όρια αντιστοιχεί σε διάφορες περιόδους της αρχαίας ελληνικής ιστορίας.
Η ιστορία της αρχαίας ελληνικής μουσικής, μπορεί να χωριστεί σε δυο σημαντικές περιόδους, την Μυθολογική και την Ιστορική περίοδο.
 

Μαρμάρινα ειδώλια κυκλαδικού πολιτισμού
Μαρμάρινα ειδώλια κυκλαδικού πολιτισμού
Η μυθολογική εποχή αναφέρεται στην περίοδο από τον 8ο αι. π.Χ., συμπεριλαμβανοντας τα ομηρικά χρόνια. Υπάρχουν λίγες αναφορές και πηγές, που περιορίζονται σε θραύσματα μουσικών οργάνων που βρέθηκαν από ανασκαφές, αναπαραστάσεις σκηνών που αφορούσαν την μουσική ζωή των Ελλήνων, όπως και διάφοροι μύθοι και παραδόσεις που διατηρήθηκαν και στα ιστορικά χρόνια με διάφορες εναλλαγές όσον αφορά το περιεχόμενο και τα πρόσωπα. Ιδιαίτερη σημασία στην μελέτη της μουσικής της μυθολογικής εποχής έχουν να κάνουν τα δυο μαρμάρινα ειδώλια με ύψος περίπου 20 εκατοστών, τα οποία παριστάνουν το ένα μουσικό που παίζει άρπα και το άλλο μουσικό που παίζει διπλό αυλό (δίαυλο). Τα ειδώλια χρονολογούνται από το 2.800 – 2.200 π.Χ. και είναι μέρος της τέχνης του κυκλαδικού πολιτισμού.
Για τους αρχαίους Έλληνες των μυθολογικών χρόνων, η μουσική ήταν μια θεόπνευστη και ιερή τέχνη. Από ορισμένους μύθους κρίνουμε πως η μουσική πέρασε από το στάδιο της μαγικής μουσικής. Παραδείγματος χάριν, ο μύθος για τον Ορφέα που με τους ήχους της λύρας του έχτισε τα τείχη των Θηβαίων.
Τα κύρια πρόσωπα που συνδέονται με την μουσική της Μυθολογικής περιόδου της Ελλάδας είναι δύο. Πάμε να τα δούμε…

 

Άγαλμα του Μαρσύα
Άγαλμα του Μαρσύα
Ο Μαρσύας ήταν ένας Σάτυρος από τη Φρυγία και δεξιοτέχνης στον αυλό. Έχουν διασωθεί δυο μύθοι όσον αφορά αυτόν τον χαρακτήρα.
Ο πρώτος αναφέρεται στο ότι προκάλεσε τον θεό Απόλλωνα σε σύγκριση της μουσικής τους τέχνης. Πριν τον αγώνα συμφώνησαν ο νικητής να μεταχειρισθεί σύμφωνα τη θέλησή του τον νικημένο και διαιτητές ορίστηκαν οι Μούσες. Ο Απόλλωνας έπαιξε λύρα και οι Μούσες και ο Μίδας ανέδειξαν ως νικητή τον θεό. Ως αποτέλεσμα ο Μαρσύας γδάρθηκε ζωντανός, ως τιμωρία για την ύβρη που διέπραξε με το να προκαλέσει τον θεό.
Το αίμα του σχημάτισε τον ομώνυμο ποταμό. Ο μύθος του Μαρσύα αν και θεωρήθηκε ως πάλη και νίκη της κιθάρας έναντι του φρυγίου αυλού και κατ΄ επέκταση της δωρικής ελληνικής μουσικής έναντι της φρυγικής, δεν έπαψε και να θεωρείται ότι συμβολίζει την πάλη ανάμεσα στην Απολλώνεια και τη Διονυσιακή πλευρά της ανθρώπινης φύσης και είναι ένα συνηθισμένο θέμα στην Αρχαία Ελληνική, Ρωμαϊκή και Αναγεννησιακή τέχνη.
Ο δεύτερος μύθος αναφέρει πως η Αθηνά, πού ήταν εφευρέτης των αυλών, τους πέταξε γιατί καθώς τους έπαιζε έβλεπε στο νερό το πρόσωπό της παραμορφωμένο. Ένας από τους αυλούς έπεσε στη Φρυγία και βρέθηκε από το Μαρσύα. Ο Παυσανίας μας πληροφορεί πως στην Ακρόπολη υπήρχε ένα σύμπλεγμα, που παρίστανε την Αθηνά να χτυπά τον Μαρσύα γιατί «τους αυλούς ανέλοιτο».
 

Πίνακας που αναπαριστά τον Ορφέα παίζοντας την λύρα
Πίνακας που αναπαριστά τον Ορφέα παίζοντας την λύρα
Μυθικός ποιητής και μουσικός, θρακικής καταγωγής, γιος του Οίαγρου και της Μούσας Καλλιόπης που έχει συνδέσει το όνομα του όχι μονάχα με τη μουσική τέχνη, αλλά με μια ολόκληρη θρησκεία, που αναπτύχθηκε στο όνομά του, τον Ορφισμό. Ο Ορφισμός δίδασκε πως ο θάνατος είναι μια απελευθέρωση της ψυχής που περνά σε διαδοχικές μετεμψυχώσεις και πως η αιωνιότητα είναι τελικά συνάρτηση του εγκόσμιου βίου, που πρέπει να βρίσκεται κάτω από διαρκή άσκηση. Στην άσκηση αυτή απέβλεπαν οι τελετές του καθαρμού, η μύηση στα μυστήρια, η ωμοφαγία (τροφή ιερού ταύρου) και διαδικασίες που μπορούσαν να εξασφαλίσουν την αιώνια ευδαιμονία. Ο γνωστότερος από τους μύθους για τον Ορφέα αναφέρεται στην κάθοδό του στον Άδη.
Σύμφωνα με το μύθο αυτό, ο Ορφέας μετά το θάνατο της γυναίκας του ύστερα από τσίμπημα φιδιού κατέβηκε στον Άδη γοητεύοντας με τη μουσική του τα τέρατα και τους θεούς του Άδη, ο οποίος συμφώνησε να πάρει ο Ορφέας μαζί του την Ευρυδίκη, αλλά με τον όρο να μην την αντικρίσει μέχρι να εγκαταλείψουν το βασίλειο του Άδη. Αλλά καθώς προχωρούσαν προς την έξοδο ο Ορφέας γύρισε και είδε τη σύζυγό του που ξαφνικά χάθηκε από μπροστά του και δεν μπόρεσε να τη συναντήσει ξανά.
Για το θάνατό του υπάρχουν επίσης πολλοί μύθοι. Ανάμεσα σ΄ αυτούς ξεχωρίζει αυτός που αποδίδει το θάνατό του σε φόνο του από τις γυναίκες της Θράκης, γιατί περιφρόνησε τον έρωτά τους μετά το θάνατο της Ευρυδίκης ή, πιθανά, γιατί απέκλεισε από τα μυστήριά του τις γυναίκες. Μετά το θάνατό του κομμάτιασαν το σώμα του και το πέταξαν στη θάλασσα μαζί με τη λύρα του. Το κεφάλι και η λύρα του ποιητή μεταφέρθηκαν από τα κύματα στη Λέσβο, όπου οι κάτοικοι απέδωσαν τιμές και έχτισαν τάφο. Μετά όμως το θάνατό του έπεσε λοιμός στη Θράκη και, σύμφωνα με οδηγίες του μαντείου, το κεφάλι του Ορφέα μεταφέρθηκε και θάφτηκε στις εκβολές του ποταμού Μέλητα της Μ. Ασίας, ενώ η λύρα του μεταφέρθηκε στον ουρανό.
Ο Πλούταρχος αναφέρει πως τα τραγούδια του Ορφέα παρουσίαζαν ένα καθαρά προσωπικό ύφος, εντελώς διάφορο από το ύφος των τραγουδιών των άλλων μουσικών της εποχής. Πιστευόταν ακόμα πως ο Ορφέας επινόησε την κιθάρα και πως αύξησε τις χορδές της από επτά σε εννιά. Στους ομηρικούς χρόνους αναπτύσσεται ιδιαίτερα το επικό τραγούδι, που ιστορούσε τα κατορθώματα των ηρώων. Κύριος εκπρόσωπος της μουσικής αυτής ήταν ο ραψωδός, «ο θείος αοιδός» όπως ονομαζόταν από τον Όμηρο, ποιητής, συνθέτης και εκτελεστής μαζί.
 

Ένα είδος μουσικών οργάνων που εμφανίζεται ήδη από τις αρχές της μουσικής ενασχόλησης των αρχαίων είναι τα πνευστά. Με τον όρο πνευστά αναφέρονται τα μουσικά όργανα στα οποία η παραγωγή ήχου είναι συνέπεια της δόνησης ενός σώματος ή μιας στήλης αέρα. Τα πνευστά ανήκουν στη κατηγορία τωναερόφωνων οργάνων και κατατάσσονται  ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής ήχου, το υλικό κατασκευής τους άλλα και  τη χρήση τους στη μουσική. Τα πιο κύρια πνευστά της αρχαίας Ελλάδας ήταν τα παρακάτω…
 

Είναι το πιο γνωστό πνευστό όργανο στην αρχαία Ελλάδα. Η ονομασία του άλλαζε ανάλογα με την κατασκευή του. Ο μονός αυλός ονομάζονταν μόναυλος, αυτός που παιζόταν πλάγια έτσι όπως ένα φλάουτο λέγοντανπλαγίαυλός και αυτός που ήταν διπλός είχε την ονομασία δίαυλος. Είχε συνδεθεί άμεσα με τον θεό Διόνυσο μιας και ήταν το βασικό όργανο σε όλους τους εορτασμούς στην και ιδιαίτερα σε τελετές προς τιμή του Διόνυσου. Σε παραστάσεις σε αγγεία συχνά φαίνεται ότι ο αυλός στερεωνόταν με μια δερμάτινη λωρίδα η οποία περνούσε γύρω από το κεφάλι και είχε άνοιγμα στην περιοχή των χειλιών. Οι αυλοί συχνά είχαν γλωττίδα. Κατασκευαζόταν σε διάφορα μεγέθη, σε αντιστοιχία περίπου με τις σημερινές περιοχές φωνών soprano, alto, tenore, basso και χρησιμοποιούνταν συνήθως σε ζευγάρι ως διπλός αυλός (δίαυλος, δίδυμοι αυλοί, κ.τ.λ.). Οι δύο αυλοί του ζευγαριού μπορεί να είχαν το ίδιο ή διαφορετικό μήκος σωλήνα. Είχαν διάφορα μεγέθη (για παιδιά, εφήβους, γυναίκες ή άνδρες), ήταν κυλινδρικοί ή κωνικοί και κατασκευάζονταν από καλάμι, ξύλο ή διάφορα μέταλλα.
 

Δίαυλος
Δίαυλος
Από την οικογένεια των αυλών, ο Δίαυλος ήταν και ο ποιο δημοφιλής. Αποτελούνταν από δύο αποκλίνοντες αυλούς, δεμένους στη βάση τους. Κάθε αυλός είχε ξεχωριστά επιστόμια και γλωσσίδες (απλές ή διπλές). Ο δίαυλος με τον πλούσιο, έντονα συναισθηματικό, ρυθμικό και διαπεραστικό ήχο του ήταν ικανός “να συνοδεύει μόνος του το χορό δεκάδων ανδρών“. Γραπτές μαρτυρίες και εικονογραφικά τεκμήρια ανακαλύπτουνε πως ήταν πνευστό με διπλή γλωττίδα, δηλαδή όργανο που ο μηχανισμός θύμιζε τον αντίστοιχο σύγχρονου όμποε ή και ζουρνά στην ελληνική δημοτική μουσική.
 

Πολυκάλαμος σύριγξ
Πολυκάλαμος σύριγξ
Όργανο τύπου φλάουτου, αποτελούμενο από παράλληλους κολλημένους μεταξύ τους καλαμένιους σωλήνες. Συνήθως ήταν 7, αλλά επίσης συναντούμε με 5 ή 9. Συρίζω (καισυρίττω) σήμαινε παίζω τη σύριγγα όπως επίσης παράγω έναν συρίζοντα ήχο. Το όνομα της σύριγγας εμφανίζεται στην Ιλιάδα και στον Ύμνο στον Ερμή:

— Ο Αγαμέμνονας, κοιτάζοντας προς το στρατόπεδο των Τρώων, θαύμαζε τις πολλές φωτιές που έκαιγαν μπροστά στο Ίλιο και τον ήχο των αυλών και των συριγγών.
Η σύριγγα του Πάνα ήταν ένα όργανο ποιμενικό και δε χρησιμοποιούνταν ποτέ για καλλιτεχνικούς σκοπούς. Ο τραγόμορφος Πάνας ήταν ποιμενικός θεός, προστάτης των δασών, των κοπαδιών και των βοσκών και, όπως αναφέρεται σε πολλές πηγές, ήταν από τις πρώτες θεότητες που εμφανίστηκαν στην αρχαία Ελλάδα.

(βοσκοί τερπόμενοι με τις σύριγγες)
– Ομήρου Ιλιάδα
Όσον αφορά τους ισομεγέθεις αυλούς, συνήθιζαν να γεμίζουν τμηματικά κάθε σωλήνα με κερί, μικραίνοντας έτσι βαθμιαία την αέρινη στήλη που παλλόταν. Όσον αφορά τώρα την προέλευσή του, έχουμε δυο διαφορετικές εκδοχές. Κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη, η Κυβέλη εφηύρε την πολυκάλαμη σύριγγα:

Ο Πολυδεύκης, όμως, λέει πως είχε κελτική προέλευση:

(η πολυκάλαμη σύριγγα αρμόζει στους Κέλτες και σε όσους κατοικούν στα νησιά του ωκεανού).
Η λέξη σύριγξ χρησιμοποιούνταν και με τη σημασία του σφυρίγματος
 

Σάλπιγξ
Σάλπιγξ
Η σάλπιγξ (σάλπιγγα) ήταν κατασκευασμένη είτε από χαλκό και ήταν ίσια, είτε από κέρατο (ονομαζόταν Κέρας) και ήταν καμπυλωτή. Και οι δυο κατασκευές είχαν επιστόμιο. Η χρήση της δεν προοριζόταν για μουσικούς σκοπούς άλλα έπαιζε ρόλο πολεμικού σαλπίσματος συνήθως. Κάποιες φορές χρησιμοποιούνταν και για τελετουργικούς σκοπούς και σε εκείνη την περίπτωση λεγόταν σάλπιγξ η ιερά. Είχε τυρρηνική (ετρουσκική) προέλευση·

(και τα κέρατα και οι σάλπιγγες έχουν εφευρεθεί από τους Τυρρηνούς)
– Ευφορίων (Ο επικός ποιητής)

(και οι Τυρρηνοί συνηθίζουν να παίζουν τα κέρατα)
– Πολυδεύκης
Η λέξη σάλπιγξ πρωτοεμφανίζεται στον Όμηρο. Διάφορα είδη σαλπίγγων ήταν γνωστά, όπως η ελληνική(μακριά στο σχήμα), η αιγυπτιακή (στρογγυλή), η γαλατική (χυτή, “χωνευτή“), η ονομαζόμενη κάρνυξ από τους Κέλτες (οξύφωνη), η παφλαγονική (μεγαλύτερη από την ελληνική, βαρύφωνη), η μηδική (με καλαμένιο σωλήνα) και η τυρσηνική (πολύ οξύφωνη).
 

Το Κοχύλι είναι ένα ελικοειδές όργανο, χρησιμοποιούμενο ως σάλπιγγα. Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν συνήθως τα όστρακα τρίτον (Charonia Tritonis), κάσση ή στρόμβο (Strombidae spp.).

(και μερικοί βάρβαροι σαλπίζουν με κοχύλια [όστρακα]).
— Σέξτος Εμπειρικός
Πρόκειται για φυσική σάλπιγγα που δημιουργούνταν από ένα θαλάσσιο όστρακο (κοχύλι) στο οποίο είχε διανοιχθεί μια οπή αφαιρώντας τις τρεις πρώτες σπείρες του, ώστε να γίνεται εμφύσηση του αέρα. Ο ήχος παραγόταν με απευθείας φύσημα στο στόμιο και κατάλληλο κτύπημα των χειλιών. Στην μινωική λατρεία χρησιμοποιούνταν όστρακα τύπου τρίτωνος με πλάγια εμφύσηση.


Ο Παπαλιάς Τάσος εδω και κάποια χρόνια εργάζεται στο Orange Studio ως ηχολήπτης και μουσικός παραγωγός διατηρώντας παράλληλα εν ενεργεία δυο indie δισκογραφικές, την Minitree και την From A Tree. Επίσης εργάζεται ως δάσκαλος μουσικής τεχνολογίας σε ΙΙΕΚ της πόλης και είναι ραδιοφωνικός παραγωγος στον διαδικτυακό σταθμό του cooradio. Στον ελεύθερο του χρόνο μεταμορφώνεται σε πειραματικό μουσικό ονόματι Lyr, βασανίζοντας μέσω συναυλιών τους ενδιαφερομένους μουσικολάτρεις της Θεσσαλονίκης. Επίσης γράφει κείμενα περί μουσικής και ήχου ενω όταν μεγαλώσει, θέλει να γίνει master του ζίου-ζίτσου και να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο.